χελοβίβαρο

χελοβίβαρο
καιχελογίβαρο, το, Ν
ιχθυοτροφείο χελιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέλι + βιβάρι / γιβάρι «ιχθυοτροφείο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χελογίβαρο — το, Ν βλ. χελοβίβαρο …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Νικόλαος — I Ονομασία 37 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 10 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στα νότια της λίμνης Στυμφαλίας και στα βορειοδυτικά της επαρχίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αλέας. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”